απάλυνση

απάλυνση
η
1. μαλάκωμα
2. μτφ. καταπράυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαλύνω — (και απαλαίνω), άλυνα, κάνω κάτι απαλό, μαλακώνω: Τα λόγια που του είπε ο φίλος του απάλυναν κάπως τον πόνο του. Ουσ., απάλυνση, η μαλάκωμα, κατευνασμός: Η απάλυνση στις σχέσεις τους ήταν προσωρινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκωμα — το [μαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση 2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα τού θυμού») 3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση …   Dictionary of Greek

  • προετοιμασία — η, ΝΜΑ [προετοιμάζω] ετοιμασία εκ τών προτέρων, προπαρασκευαστικές ενέργειες, προπαρασκευή (α. «οι προετοιμασίες για τον εορτασμό» β. «η προετοιμασία τού συνεδρίου γ. «η προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη» νεοελλ. 1. μουσ. η απάλυνση τής εντύπωσης …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • γιούτα — Φυτικές κλωστικές ίνες. Εξάγονται από τον βλαστό ειδών του γένους κόρχορος. Πρόκειται για ετήσια ποώδη φυτά ύψους άνω των 2 μ. που έχουν κυλινδρικό στέλεχος με ελάχιστους βλαστούς και μακρόστενα φύλλα. Τα μικρά άνθη τους είναι λευκά ή κίτρινα και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”